Ώς το πρώτο κείμενο για την καινούρια χρονιά επέλεξα να δημοσιεύσω το παρακάτω το οποίο αναφέρεται στον σπουδαίο άνθρωπο και ποιητή Κώστα Βάρναλη. Είναι ένα κείμενο που έγραψα για να αποδώσω έναν ελάχιστο φόρο τιμής στην πιο αγαπημένη μου μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Επίσης, το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό με αριθμό 12 του Συλλόγου Φοιτητών της Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης που φέρει τον τίτλο "Οδυσσέας Ελύτης", στις σελίδες 13-14 με τον ίδιο τίτλο.
Πολλές είναι οι συζητήσεις που γίνονται και οι απόψεις που διατυπώνονται για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης. Άραγε η τέχνη θα πρέπει να παίρνει μια στάση παρατηρητή στις διάφορες εξελίξεις της κοινωνίας και να αναφέρεται μονάχα στις ομορφιές του φυσικού περιβάλλοντος της κάθε εποχής και στα συναισθήματα του ποιητή ή μήπως να στηλιτεύει τις όποιες παρατυπίες και σφάλματα του πολιτικού και του κοινωνικού χώρου; Μια προσπάθεια απάντησης αυτού του τόσου σημαντικού ερωτήματος επιχείρησε ο Κώστας Βάρναλης μέσα από το έργο του.
Στο κείμενο «Ωφελιμότητα της τέχνης» ο Βάρναλης αναφέρει ότι η τέχνη «ομοψυχοποιεί» εκείνους που έχουν την «όμοια» ψυχή από πριν, δηλαδή η κάθε κοινωνική τάξη έχει τη δική της «όμοια» κοινωνική συνείδηση. Έτσι, συνεχίζει, η τέχνη των κυρίαρχων, των ολίγων έχει ως σκοπό να «διασκεδάσει» αυτούς τους ολίγους, να αποτρέψει τους πολλούς απ’ τον πραγματικό κόσμο και από τα άμεσα ζωτικά τους συμφέροντα και να ωραιοποιήσει τη σαπίλα του καθεστώτος, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό την αντίθεση του παλιού κόσμου, που καταρρέει, με τον καινούριο, που ανεβαίνει. Αποτέλεσμα αυτής της τέχνης, η οποία ζητά μια τέτοια «ομοψυχοποιία» του συνόλου είναι η παραγωγή μιας τέχνης ψεύτικης, δουλικής και εντελώς εξωπραγματικής. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι μόνο η τέχνη που συνειδητοποιεί την ανάγκη της αλλαγής και ανοίγει το δρόμο στο παρόν είναι τέχνη αληθινή και ωφέλιμη και πραγματώνει τον ιστορικό προορισμό της για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αληθινή αυτή τέχνη, που επιζεί σ’ όλους τους καιρούς και είναι ωφέλιμη, «ομοψυχοποιεί» το λαό, συνειδητοποιεί τον αγώνα του, τον χωρίζει από τους κυρίους του και τον οδηγεί στον ιδανικό του δρόμο.
Όλες οι παραπάνω αντιλήψεις του Βάρναλη δεν είναι απλώς θεωρία για τον ποιητή, αλλά εφαρμόζονται κατά γράμμα στα περισσότερα (αν όχι σε όλα) τα ποιήματά του.
Η ποίηση του Βάρναλη δε στέκεται σε δεδομένες ποιητικές φόρμες και καλούπια, δε συμβιβάζεται, παρά υπηρετεί σταθερά, παντοτινά τον μοναδικό στόχο της. Αποτελεί ένα μέσο σκιαγράφησης της ζωής με τρόπο άκρως ρεαλιστικό που αγγίζει σε μερικές περιπτώσεις το νατουραλισμό, περιγράφοντάς την όπως ακριβώς είναι : με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι να αποτελεί η ποίηση αυτή ένα κατηγορητήριο κατά της φτώχειας του τυραννισμένου πλήθους, κατά της συγκάλυψης της υποκρισίας, της ψευτιάς, της σαπίλας, της απανθρωπιάς της ιδεολογίας των δυνατών, κατά της αμορφωσιάς και του πνευματικού σκότους που κατατρέχουν το πλήθος, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να υπερασπιστεί τα δικά του συμφέροντα. Σιγά σιγά η ποίηση του μεγάλου αυτού ποιητή παίρνει τη μορφή μιας προκήρυξης προς τον λαό για αγώνα. Αποτέλεσμα αυτού του αγώνα θα είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας, η τόσο αναγκαία αλλαγή του κοινωνικού τοπίου, η ανακατανομή του πλούτου, η εξέγερση όλων των απόκληρων της ζωής.
Μέσα σ’ αυτή την ποιητική ατμόσφαιρα, ο Βάρναλης προβάλλει ένα καινούριο περιεχόμενο και δίνει μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας, καθώς απ’ τη μια ζωγραφίζει την κατάπτωση του αστικού κόσμου και την αθλιότητα των απόκληρων της κοινωνίας και απ’ την άλλη εκφράζει τα αντιπολεμικά κι επαναστατικά του συνθήματα. Αυτή ακριβώς η προβολή των κοινωνικών θεμάτων από μια ορισμένη ιδεολογική σκοπιά, η ανάμιξή τους με τη σάτιρα και τον ρεαλισμό και η ταυτόχρονη συνύπαρξη του ρεαλισμού με κάποιους λυρικούς και θερμούς ανθρωπιστικούς τόνους, εδραιωμένους σε μια μόνιμα προσγειωμένη αντίληψη ζωής, είναι ό,τι τελικά χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη παρουσία του ποιητή στα γράμματά μας.
0 Comments